top of page
negrescoblog logo, αρχική

Μαύρο κι άσπρο κάνουν μπεζ!

  • Εικόνα συγγραφέα: Ειρήνη Μαυρομάτη
    Ειρήνη Μαυρομάτη
  • 12 Νοε 2024
  • διαβάστηκε 11 λεπτά

Κεφάλαιο 1: Η Πολιτεία της Άσπρης Σοκολάτας και η Πολιτεία της Μαύρης Σοκολάτας

Μια φορά κι έναν καιρό, σε έναν μαγικό κόσμο, υπήρχαν δυο γειτονικές πολιτείες: η Πολιτεία της Άσπρης Σοκολάτας και η Πολιτεία της Μαύρης Σοκολάτας. Οι κάτοικοι αυτών των δύο πολιτειών έμοιαζαν πολύ μεταξύ τους, αλλά υπήρχε κάτι που τους χώριζε: η σοκολάτα που έφτιαχναν. Στην Πολιτεία της Άσπρης Σοκολάτας έφτιαχναν μόνο άσπρη σοκολάτα, ενώ στην Πολιτεία της Μαύρης Σοκολάτας έφτιαχναν μόνο μαύρη σοκολάτα.

Οι άνθρωποι των δύο πολιτειών δεν ήταν πάντα εχθροί, αλλά εδώ και πολλά χρόνια είχαν ξεχάσει πώς να μιλούν μεταξύ τους. Ένας παλιός πόλεμος, γνωστός ως ο Ασπρόμαυρος Πόλεμος, είχε χωρίσει τις δυο πολιτείες. Εξαιτίας αυτού του πολέμου, όλοι πίστευαν πως η άσπρη σοκολάτα ήταν ανώτερη από τη μαύρη, και το αντίστροφο.

Ο Βασιλιάς της Άσπρης Σοκολάτας, ο Λεύκιππος, ήταν ένας σοφός αλλά και ανήσυχος βασιλιάς. Κάθε πρωί, έβγαινε στο μπαλκόνι του παλατιού του και κοίταζε πέρα μακριά την Πολιτεία της Μαύρης Σοκολάτας, σκεπτόμενος το παρελθόν. «Τι θα γινόταν αν μπορούσαμε να ξαναγίνουμε φίλοι;» αναρωτιόταν συχνά.

Από την άλλη μεριά, ο Βασιλιάς της Μαύρης Σοκολάτας, ο Μαυρίκιος, σκεφτόταν το ίδιο. «Δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να ζούμε έτσι,» έλεγε στους συμβούλους του. «Η πολιτεία μας θα ήταν καλύτερη αν είχαμε ειρήνη με τους γείτονές μας.»

Μια μέρα, και οι δυο βασιλιάδες αποφάσισαν ότι είχε έρθει η ώρα να κάνουν κάτι. Αποφάσισαν να συναντηθούν και να υπογράψουν μια Συμφωνία Φιλίας.


Κεφάλαιο 2: Το Σχέδιο για την Υπογραφή της Συμφωνίας Φιλίας

Η φήμη για τη συνάντηση των βασιλιάδων διαδόθηκε γρήγορα σε όλη την περιοχή. Κάποιοι από τους πολίτες και στις δύο πλευρές ήταν χαρούμενοι, αλλά άλλοι ήταν ανήσυχοι.

Ο Νουγκάτης, ένας σοφός γέροντας από την Πολιτεία της Άσπρης Σοκολάτας, έλεγε στα εγγόνια του: «Η μαύρη σοκολάτα δεν είναι καλή για εμάς. Δεν μπορούμε να τους εμπιστευτούμε.» Τα παιδιά τον άκουγαν με προσοχή, αλλά δεν ήξεραν γιατί ήταν τόσο καχύποπτος.

Από την άλλη μεριά, η Τρούφα, μια νεαρή κοπέλα από την Πολιτεία της Μαύρης Σοκολάτας, αναρωτιόταν: «Γιατί να μη δοκιμάσουμε κάτι διαφορετικό; Ίσως η άσπρη σοκολάτα δεν είναι τόσο κακή όσο μας λένε.»

Οι δυο πολιτείες αποφάσισαν ότι η συνάντηση θα γινόταν στην κοιλάδα των Σοκολατοδέντρων, έναν ουδέτερο τόπο, όπου φύτρωναν δέντρα που παρήγαγαν και άσπρη και μαύρη σοκολάτα. Ήταν το τέλειο μέρος για να ξεχάσουν το παρελθόν και να κοιτάξουν το μέλλον.


Κεφάλαιο 3: Οι Προετοιμασίες για την Υπογραφή

Οι μέρες περνούσαν, και οι δύο πολιτείες ετοιμάζονταν πυρετωδώς για τη μεγάλη συνάντηση. Οι φούρνοι δούλευαν ασταμάτητα, φτιάχνοντας τα καλύτερα γλυκά σοκολάτας, ενώ οι κάτοικοι ετοίμαζαν τα πιο όμορφα ρούχα τους.

Ο Λεύκιππος κάλεσε τους συμβούλους του στο παλάτι για να συζητήσουν τα τελευταία σχέδια. «Πρέπει να είμαστε έτοιμοι για όλα,» είπε. «Μπορεί να υπάρχουν κάποιες δυσκολίες.»

Ο Μέλτης, ο πιο παλιός σύμβουλος, κούνησε το κεφάλι του. «Οι άνθρωποι μας δεν είναι ακόμα έτοιμοι να δεχτούν τη μαύρη σοκολάτα, Μεγαλειότατε. Θα χρειαστεί χρόνος.»

Ο Λεύκιππος όμως χαμογέλασε. «Κάθε μεγάλο ταξίδι αρχίζει με ένα πρώτο βήμα, Μέλτη. Αν δεν προσπαθήσουμε τώρα, ποτέ δε θα τα καταφέρουμε.»

Παρόμοια σκηνή διαδραματιζόταν και στο παλάτι του Μαυρίκιου. Ο βασιλιάς κάλεσε τους στρατηγούς του, όχι για πόλεμο, αλλά για ειρήνη. «Τι θα γίνει αν δεν τους αρέσει η μαύρη σοκολάτα μας;» ρώτησε ο στρατηγός Νουτέλιος.

Ο Μαυρίκιος τον κοίταξε σοβαρά. «Δεν πειράζει αν δεν τους αρέσει. Το σημαντικό είναι να μας αρέσει η ιδέα ότι μπορούμε να ζούμε μαζί, χωρίς πολέμους.»

Όμως, κάτι παράξενο συνέβαινε στην κοιλάδα. Τα σοκολατοδέντρα, που άλλοτε έδιναν μόνο άσπρη ή μόνο μαύρη σοκολάτα, τώρα άρχισαν να παράγουν σοκολάτες με ανάμεικτα χρώματα. Οι κάτοικοι των πολιτειών παραξενεύτηκαν. «Μήπως είναι κακό σημάδι;» ψιθύριζαν κάποιοι. Άλλοι όμως έλεγαν: «Μήπως αυτό σημαίνει πως οι δυο πολιτείες μπορούν να ενωθούν;»


Κεφάλαιο 4: Η Συνάντηση των Βασιλιάδων

Η μεγάλη μέρα έφτασε. Ο Βασιλιάς Λεύκιππος με την ακολουθία του έφτασε πρώτος στην κοιλάδα. Ο ήλιος έλαμπε πάνω από τα δέντρα και οι μυρωδιές της σοκολάτας γέμιζαν τον αέρα.

Ο Μαυρίκιος έφτασε λίγο αργότερα, με τη δική του ακολουθία. Τα βλέμματα των δυο βασιλιάδων συναντήθηκαν. Η στιγμή ήταν σοβαρή, αλλά και γεμάτη ελπίδα.

Μαυρίκιος: «Χαίρομαι που βρεθήκαμε εδώ, Λεύκιππε. Καιρός να αφήσουμε το παρελθόν πίσω μας.»

Λεύκιππος: «Συμφωνώ, Μαυρίκιε. Οι λαοί μας έχουν πολλά να κερδίσουν αν ζήσουν ειρηνικά.»

Κάθισαν σε ένα μεγάλο τραπέζι, κάτω από τη σκιά ενός σοκολατοδέντρου. Οι βοηθοί τους έφεραν τις Συμφωνίες Φιλίας για να τις υπογράψουν. Όμως, μόλις πήγαν να γράψουν τα ονόματά τους, ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος!


Κεφάλαιο 5: Τα Περίεργα Γεγονότα της Ημέρας

Ένα ξαφνικό σύννεφο σοκολάτας γέμισε τον ουρανό. Κανείς δεν ήξερε τι συνέβαινε. Οι σοκολάτες ανακατεύονταν, και οι κάτοικοι άρχισαν να μπερδεύονται. «Τι είναι αυτό;» φώναξε ένα παιδί. «Η σοκολάτα έγινε μπεζ!»

Τα παιδιά και από τις δύο πολιτείες άρχισαν να γελούν και να παίζουν με τη σοκολάτα. «Κοίτα, το χρώμα της σοκολάτας μας δεν έχει σημασία!» είπε ένα παιδί από την Πολιτεία της Μαύρης Σοκολάτας. «Είναι εξίσου νόστιμη!»

Οι μεγαλύτεροι έμειναν σκεπτικοί για λίγο, αλλά σιγά-σιγά άρχισαν κι αυτοί να γελούν. Οι κάτοικοι των δύο πολιτειών μοιράζονταν τις σοκολάτες τους και έβλεπαν ότι οι διαφορές τους δεν ήταν τόσο μεγάλες όσο νόμιζαν.


Κεφάλαιο 6: Το Μεγάλο Δίλημμα

Ωστόσο, υπήρχαν ακόμα κάποιοι που δεν ήταν έτοιμοι για αυτήν την αλλαγή. Ο Παναγής, από την Πολιτεία της Άσπρης Σοκολάτας, και ο Στέφανος, ένας παλιός πολεμιστής από την Πολιτεία της Μαύρης Σοκολάτας, άρχισαν να διαφωνούν με τους βασιλιάδες.

Νουγκάτης: «Δεν μπορούμε να τους εμπιστευτούμε! Ποιος ξέρει τι σκοπεύουν να κάνουν!»

Μπράουνης «Κι εμείς τους φοβόμαστε! Δεν είναι ώρα για φιλίες!»

Οι βασιλιάδες κοιτάχτηκαν. Ήξεραν πως το να φέρουν τις πολιτείες τους κοντά δεν θα ήταν εύκολο, αλλά ήταν αποφασισμένοι.


Κεφάλαιο 7: Η Κατανόηση και η Ενσυναίσθηση

Οι πολίτες των δύο πολιτειών είχαν μαζευτεί γύρω από το τραπέζι όπου οι βασιλιάδες Λεύκιππος και Μαυρίκιος ετοιμάζονταν να υπογράψουν τη Συμφωνία Φιλίας. Τα βλέμματα ήταν γεμάτα αμφιβολία, και η ατμόσφαιρα φαινόταν να βαρύνει. Κάποιοι από τους γηραιότερους, όπως ο Νουγκάτης και ο Μπράουνης, ακόμα διατηρούσαν φόβους και παλιά στερεότυπα.

Οι δυο βασιλιάδες κοιτάχτηκαν για λίγο και κατάλαβαν πως η υπογραφή από μόνη της δεν αρκούσε. Η ειρήνη δεν μπορούσε να επιβληθεί απλά με το όνομα και την εξουσία τους. Έπρεπε να αλλάξουν τις καρδιές των ανθρώπων τους.

Ο Λεύκιππος σηκώθηκε πρώτος και πλησίασε τον Νουγκάτη, τον γηραιότερο σύμβουλο της Πολιτείας της Άσπρης Σοκολάτας. Ο Νουγκάτης είχε ζήσει τον Ασπρόμαυρο Πόλεμο και είχε δει φίλους και συγγενείς να χάνονται. Γι’ αυτό, η καρδιά του είχε σκληρύνει.

Λεύκιππος: «Νουγκάτη» είπε ο βασιλιάς απαλά, «ξέρω ότι κουβαλάς βαρύ φορτίο. Ο πόλεμος σου πήρε πολλά. Αλλά αυτό που δεν έχουμε συνειδητοποιήσει είναι πως ο πόλεμος πήρε πολλά και από αυτούς.» Έδειξε τους κατοίκους της Μαύρης Σοκολάτας που στέκονταν πιο πέρα, σιωπηλοί.

Ο Νουτκάτης κούνησε το κεφάλι του, δύσπιστος. «Είναι εύκολο να το λες, Μεγαλειότατε, αλλά τα τραύματα δεν γιατρεύονται έτσι απλά. Πώς μπορώ να ξεχάσω;»

Ο Λεύκιππος κάθισε δίπλα του και έπιασε το χέρι του γέροντα. «Δεν σου ζητώ να ξεχάσεις. Κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει τις πληγές του παρελθόντος. Αλλά σκέψου το εξής: Εμείς και αυτοί, οι κάτοικοι της Πολιτείας της Μαύρης Σοκολάτας, ζούμε δίπλα δίπλα εδώ και τόσα χρόνια. Κι όμως, ποτέ δεν γνωριστήκαμε πραγματικά. Ποτέ δεν τους ακούσαμε. Ποτέ δεν είχαμε την ευκαιρία να καταλάβουμε ότι, στο βάθος, έχουμε τις ίδιες αγωνίες και τις ίδιες επιθυμίες.»

Ο Νουγκάτης άνοιξε το στόμα να απαντήσει, αλλά ο βασιλιάς συνέχισε.

Λεύκιππος: «Ξέρεις, και εγώ στην αρχή σκεφτόμουν όπως εσύ. Αλλά όταν κοίταξα τον Βασιλιά Μαυρίκιο στα μάτια, είδα κάτι που με έκανε να αλλάξω γνώμη: είδα έναν άνθρωπο που νοιάζεται για τον λαό του, όπως νοιάζομαι κι εγώ για εσάς. Αν δεν μπορούμε να αφήσουμε πίσω το μίσος μας και να δώσουμε μια ευκαιρία στην ειρήνη, τότε ίσως καταδικάσουμε και τις επόμενες γενιές να ζουν με το ίδιο βάρος. Μήπως αυτό θέλεις για τα εγγόνια σου, Νουγκάτη;»

Ο Νουγκάτης χαμήλωσε το βλέμμα. Σκέφτηκε τα εγγόνια του που τον παρακολουθούσαν από μακριά, παιδιά που δεν είχαν γνωρίσει τον πόλεμο, αλλά που μεγάλωναν με τις ίδιες προκαταλήψεις.

Νουγκάτης: «Ίσως… Ίσως έχεις δίκιο, Μεγαλειότατε. Αλλά φοβάμαι πως θα είναι δύσκολο για εμάς τους παλιούς να αλλάξουμε.»

Ο Λεύκιππος χαμογέλασε ζεστά. «Δεν σου ζητώ να αλλάξεις ό,τι νιώθεις. Μόνο να δώσεις την ευκαιρία να ακούσεις τους άλλους. Να μάθεις ποιοι είναι πραγματικά, πέρα από το χρώμα της σοκολάτας τους.»

Ο Μαυρίκιος παρακολουθούσε αυτή τη σκηνή από την άλλη μεριά και αισθάνθηκε κι εκείνος πως έπρεπε να κάνει κάτι. Πλησίασε τον Μπράουνη, έναν άλλο γέροντα, που είχε πολεμήσει στην πρώτη γραμμή κατά τον πόλεμο. Ο Μπράουνης, με τις βαθιές ρυτίδες στο πρόσωπό του, ήταν πάντα καχύποπτος και ανήσυχος.

Μαυρίκιος: «Μπράουνη,» άρχισε ο Μαυρίκιος με έναν τόνο γεμάτο κατανόηση, «ξέρω ότι είδες πολλά στη ζωή σου. Είσαι γενναίος πολεμιστής και προστάτευσες την πολιτεία μας. Αλλά, ξέρεις, η πραγματική γενναιότητα δεν είναι μόνο να πολεμάς. Η πραγματική γενναιότητα είναι να μπορείς να αφήνεις τον θυμό πίσω και να δείχνεις κατανόηση.»

Ο Μπράουνης κοίταξε για λίγο τον βασιλιά του και έπειτα κοίταξε τους κατοίκους της Πολιτείας της Άσπρης Σοκολάτας. «Είναι δύσκολο, Μεγαλειότατε. Τόσα χρόνια μας είπαν να τους θεωρούμε εχθρούς. Τώρα μου ζητάς να τους δω σαν φίλους; Πώς να γίνει αυτό;»

Ο Μαυρίκιος αναστέναξε. «Καταλαβαίνω. Αλλά να σκεφτείς πως κι εκείνοι έχουν τις ίδιες σκέψεις για εμάς. Αν κανείς από εμάς δεν κάνει το πρώτο βήμα, τότε θα συνεχίσουμε για πάντα να ζούμε χωριστά, γεμάτοι φόβο. Πρέπει να μάθουμε να καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον.»

Ο Μπράουνης έσκυψε το κεφάλι του και για μια στιγμή σιώπησε. «Ίσως… ίσως έχεις δίκιο. Εγώ, όμως, δεν ξέρω αν μπορώ να τους εμπιστευτώ.»

Ο Μαυρίκιος τού έβαλε το χέρι στον ώμο. «Δεν χρειάζεται να τους εμπιστευτείς αμέσως. Αρκεί να τους δώσεις την ευκαιρία να σου δείξουν ποιοι είναι πραγματικά. Οι καρδιές μας έχουν τις ίδιες ανάγκες, Μπράουνη. Θέλουμε όλοι να ζούμε ειρηνικά, να φροντίζουμε τις οικογένειές μας και να βλέπουμε τα παιδιά μας να χαμογελούν. Μην αφήνουμε το παρελθόν να μας κρατάει πίσω.»

Οι λέξεις του βασιλιά άγγιξαν τον Μπράουνη, ο οποίος σηκώθηκε και κοίταξε τους ανθρώπους της Πολιτείας της Άσπρης Σοκολάτας. Για πρώτη φορά, δεν τους είδε ως εχθρούς. Τους είδε ως ανθρώπους, όπως κι εκείνος.

Οι δυο βασιλιάδες στάθηκαν ξανά μπροστά από το πλήθος.

Λεύκιππος: «Η ειρήνη δεν είναι εύκολη. Χρειάζεται θάρρος να κατανοήσεις τον άλλον, να ακούσεις, να βάλεις τον εαυτό σου στη θέση του.»

Μαυρίκιος: «Αλλά αν δεν προσπαθήσουμε, αν δεν μάθουμε να βλέπουμε πέρα από τις διαφορές μας, τότε θα χάσουμε την ευκαιρία να φτιάξουμε έναν καλύτερο κόσμο για εμάς και τα παιδιά μας.»

Τα παιδιά από τις δύο πολιτείες, που μέχρι τότε έπαιζαν με τις σοκολάτες, πλησίασαν τους βασιλιάδες. «Εμείς δεν νοιαζόμαστε αν η σοκολάτα είναι άσπρη ή μαύρη!» είπε ένα μικρό κορίτσι από την Πολιτεία της Μαύρης Σοκολάτας. «Όλες οι σοκολάτες είναι νόστιμες!»

Λεύκιππος: «Βλέπετε; Τα παιδιά μας το καταλαβαίνουν καλύτερα από εμάς. Δεν έχουν τις ίδιες προκαταλήψεις. Βλέπουν τη σοκολάτα απλά ως κάτι γλυκό και όμορφο, χωρίς να τους νοιάζει αν είναι άσπρη ή μαύρη. Μήπως πρέπει να μάθουμε κι εμείς από αυτά;»

Αυτή η σκηνή έφερε μια αλλαγή στην καρδιά του πλήθους. Οι πολίτες και από τις δύο πολιτείες άρχισαν να κοιτάζονται διαφορετικά. Δεν ήταν πια εχθροί, αλλά άνθρωποι με κοινά όνειρα και ανησυχίες. Ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν μια νέα ζωή, όπου το παρελθόν δεν θα τους κρατούσε πίσω, και η αμοιβαία κατανόηση θα οδηγούσε τον δρόμο προς την ειρήνη.


Κεφάλαιο 8: Η Υπογραφή της Συμφωνίας και η Νέα Αρχή

Η ατμόσφαιρα στο κέντρο της πλατείας ήταν εντελώς διαφορετική τώρα. Ο ήλιος έλαμπε στον καταγάλανο ουρανό, αλλά το φως δεν ήταν πια το μόνο πράγμα που ζέσταινε τις καρδιές των κατοίκων. Οι ψίθυροι των ανησυχιών είχαν αρχίσει να σβήνουν, και μια νέα αίσθηση προσδοκίας και ελπίδας κυρίευε τον χώρο.

Οι δυο βασιλιάδες, ο Λεύκιππος και ι Μαυρίκιος, κάθονταν δίπλα δίπλα σε ένα μεγάλο, ξύλινο τραπέζι στο κέντρο της πλατείας, μπροστά από το πλήθος. Πάνω στο τραπέζι βρισκόταν η Συμφωνία Φιλίας, ένα πανέμορφο, διακοσμημένο έγγραφο, με χρυσά γράμματα και σύμβολα από τις δύο πολιτείες. Οι κάτοικοι είχαν συγκεντρωθεί γύρω από το τραπέζι, παρακολουθώντας με περιέργεια και σιωπηρή προσμονή.

Παρά την ατμόσφαιρα ενότητας, η ένταση δεν είχε εξαφανιστεί εντελώς. Μερικά βλέμματα από το πλήθος παρέμεναν γεμάτα ανησυχία. Μερικοί ψιθύριζαν ακόμα για τις διαφορές τους, για τις παλιές πληγές. Αλλά κάτι μέσα τους είχε αρχίσει να αλλάζει. Η σιωπή είχε πλέον λιγότερο φόβο και περισσότερο σκέψη. Οι λέξεις των βασιλιάδων, η ενσυναίσθηση που είχαν δείξει, άγγιζαν αργά αργά την καρδιά του καθενός.

Ο Λεύκιππος γύρισε προς τον Μαυρίκιο και του χαμογέλασε. Ήταν ένα ζεστό, αληθινό χαμόγελο, γεμάτο ειλικρίνεια και ανακούφιση. Ποτέ πριν δεν είχαν κοιτάξει ο ένας τον άλλο έτσι. Παλιά, ο πόλεμος είχε βάλει ένα αόρατο τοίχο μεταξύ τους. Τώρα, αυτός ο τοίχος φαινόταν να διαλύεται, πέτρα με πέτρα.

Λεύκιππος: «Αυτή η μέρα είναι ιστορική για τις πολιτείες μας, φίλε μου,» είπε απαλά, προσπαθώντας να κρύψει τη συγκίνησή του. «Αλλά δεν είναι το τέλος. Είναι μόνο η αρχή.»

Μαυρίκιος: «Έχεις δίκιο, Λεύκιππε,» απάντησε ο Μαυρίκιος, η φωνή του γεμάτη στοχασμό. «Το να υπογράψουμε αυτό το έγγραφο είναι απλώς ένα βήμα. Το δύσκολο κομμάτι αρχίζει τώρα, όταν θα πρέπει να ζήσουμε αυτά που υπογράφουμε.»

Οι βασιλιάδες πήραν τα στυλό τους, τα οποία ήταν φτιαγμένα από σπάνια ξύλα και στολισμένα με χρυσές λεπτομέρειες, σύμβολα της συμφιλίωσης και της ενότητας. Οι άκρες των στυλό άγγιξαν το χαρτί της συμφωνίας, και η υπογραφή τους άρχισε να παίρνει σχήμα. Ο Λεύκιππος έγραψε το όνομά του με αποφασιστικότητα, ενώ ο Μαυρίκιος έκανε το ίδιο δίπλα του, προσθέτοντας μερικές τελετουργικές κυκλικές γραμμές, σύμβολο της δικής του παράδοσης.

Αμέσως μόλις τελείωσαν την υπογραφή, ένας δυνατός ήχος ακούστηκε από την πλατεία – ήταν το πλήθος που άρχισε να χειροκροτεί. Τα παιδιά, τα οποία προηγουμένως έπαιζαν αδιάφορα στο πλάι, τώρα έτρεχαν προς το τραπέζι, γελώντας και φωνάζοντας χαρούμενα.

Ένα μικρό αγόρι, ο Φοντίνος, από την Πολιτεία της Άσπρης Σοκολάτας, πλησίασε τον Λεύκιππο με μεγάλα, γεμάτα ενθουσιασμό μάτια. «Βασιλιά Λεύκιππε!» φώναξε. «Τι σημαίνει τώρα αυτό; Σημαίνει ότι θα μπορούμε να παίζουμε με τα παιδιά από την άλλη πολιτεία κάθε μέρα;»

Ο Λεύκιππος γονάτισε δίπλα στο παιδί και του χάιδεψε το κεφάλι. «Ναι, Φοντίνο μου. Τώρα μπορούμε όλοι να είμαστε φίλοι. Δεν θα υπάρχει πια φόβος ανάμεσά μας. Όλα τα παιδιά, είτε είναι από την Άσπρη είτε από τη Μαύρη Σοκολάτα, θα μπορούν να παίζουν μαζί, να μαθαίνουν μαζί, και να μεγαλώνουν σε έναν κόσμο χωρίς μίσος.»

Στο μεταξύ, ο Μαυρίκιος είχε αρχίσει να συνομιλεί με κάποιους από τους παλιότερους κατοίκους, που ακόμα είχαν κάποιες αμφιβολίες. Ο Μπράουνης, ο πολεμιστής που φοβόταν την αλλαγή, πλησίασε τον βασιλιά του και έσκυψε το κεφάλι του σε ένδειξη σεβασμού.

Μπράουνης: «Μεγαλειότατε,» είπε διστακτικά, «ίσως να έκανα λάθος. Όταν σε είδα να μιλάς με τον Λεύκιππο, κατάλαβα ότι δεν είναι τόσο διαφορετικοί από εμάς. Είναι κι αυτοί άνθρωποι που προσπαθούν να ζήσουν ειρηνικά.»

Ο Μαυρίκιος χαμογέλασε ευγενικά. «Δεν ήταν εύκολο για κανέναν μας, Μπράουνη. Αλλά τώρα που αρχίσαμε να ακούμε ο ένας τον άλλον, όλα θα γίνουν πιο εύκολα. Η ειρήνη δεν έρχεται αμέσως, αλλά βήμα-βήμα. Κάθε μικρή πράξη κατανόησης, κάθε συζήτηση, κάθε νέα φιλία, θα χτίσει μια καλύτερη μέρα.»

Και ενώ η συζήτηση συνεχιζόταν, τα παιδιά από τις δύο πολιτείες είχαν ήδη αρχίσει να παίζουν μαζί. Μερικά είχαν σκαρφαλώσει σε ένα μεγάλο δέντρο στην πλατεία, ενώ άλλα έπαιζαν κρυφτό ανάμεσα στους πάγκους που είχαν στηθεί για τη γιορτή.

Ένα άλλο παιδί, η Μίλκα από την Πολιτεία της Άσπρης Σοκολάτας, πλησίασε ένα κοριτσάκι από την Μαύρη Σοκολάτα. Η Μίλκα κρατούσε μια μικρή πλάκα άσπρης σοκολάτας στα χέρια της. «Θες να δοκιμάσεις;» ρώτησε διστακτικά. Το κοριτσάκι την κοίταξε για λίγο και μετά χαμογέλασε. «Ναι! Κι εγώ θα σου δώσω λίγη από τη δική μου σοκολάτα!» είπε και έβγαλε από την τσέπη της ένα κομμάτι μαύρης σοκολάτας.

Τα δυο κορίτσια γέλασαν και αντάλλαξαν τα γλυκά τους, απολαμβάνοντας τη σοκολάτα μαζί. Κανείς πια δεν νοιαζόταν για το χρώμα της σοκολάτας. Ήταν απλώς σοκολάτα – γλυκιά, όπως η νέα τους φιλία.

Η γιορτή που ακολούθησε ήταν χαρούμενη και ζεστή. Οι κάτοικοι της Άσπρης και της Μαύρης Σοκολάτας μοιράστηκαν τα εδέσματά τους, τις ιστορίες τους, και τα γέλια τους. Στήθηκαν τραπέζια γεμάτα σοκολατένιες λιχουδιές, και οι άνθρωποι άρχισαν να συζητούν με αυτούς που κάποτε θεωρούσαν εχθρούς. Κάθε κουβέντα, κάθε χαμόγελο, ήταν ένα ακόμη βήμα προς τη συμφιλίωση.

Τα παιδιά έπαιζαν ανενόχλητα, δημιουργώντας τους δικούς τους κανόνες παιχνιδιού, χωρίς να σκέφτονται καν τις διαφορές που χώριζαν τους μεγάλους για τόσα χρόνια. Οι μεγάλοι τους κοιτούσαν και δεν μπορούσαν να μην γελάσουν με την αθωότητα και την απλότητα της νέας γενιάς. Ήταν η απόδειξη ότι η επόμενη μέρα μπορούσε να είναι διαφορετική.

Λεύκιππος: «Κοίταξε τα παιδιά μας, Μαυρίκιε,» είπε ο Λεύκιππος, κοιτάζοντας την πλατεία. «Δεν τους νοιάζει το χρώμα της σοκολάτας. Νοιάζονται μόνο για το παιχνίδι και τη χαρά. Ίσως εμείς οι μεγάλοι έχουμε πολλά να μάθουμε από αυτά.»

Μαυρίκιος: «Ακριβώς αυτό σκεφτόμουν κι εγώ,» απάντησε ο Μαυρίκιος με ένα πλατύ χαμόγελο. «Τα παιδιά είναι το μέλλον μας. Αν καταφέρουμε να τους αφήσουμε έναν κόσμο χωρίς προκαταλήψεις, τότε ίσως όλα όσα έχουμε κάνει σήμερα θα αξίζουν.»

Και με αυτόν τον τρόπο, οι δύο πολιτείες άφησαν πίσω τους τον παλιό πόλεμο. Δεν ήταν μόνο η Συμφωνία Φιλίας που άλλαξε τα πράγματα – ήταν η ειλικρινής προσπάθεια να καταλάβουν ο ένας τον άλλον. Και έτσι, οι μέρες της ειρήνης ξεκίνησαν, γεμάτες νέες φιλίες, γέλια και σοκολάτα κάθε χρώματος.

Οι δύο βασιλιάδες γύρισαν προς το πλήθος και με μια φωνή φώναξαν: «Ας είναι αυτή η αρχή μιας νέας εποχής για όλους μας! Μιας εποχής γεμάτης ενότητα, κατανόηση και, πάνω απ’ όλα, ειρήνη!»

Το πλήθος χειροκρότησε με ενθουσιασμό, και η γιορτή συνεχίστηκε μέχρι αργά το βράδυ, με τον ουρανό γεμάτο αστέρια να φωτίζει τις δύο ενωμένες πολιτείες.

Πρόσφατες  Αναρτήσεις

negrescoblog logo, αρχική
bottom of page