top of page
negrescoblog logo, αρχική

Τα γεγονότα της Κοφίνου το 1967

  • Εικόνα συγγραφέα: Κυριάκος Γεωργίου-Φιλόλογος, Αρθρογράφος
    Κυριάκος Γεωργίου-Φιλόλογος, Αρθρογράφος
  • 23 Μαΐ
  • διαβάστηκε 4 λεπτά

Η Μάχη της Κοφίνου, γνωστή και ως «Επιχείρηση Γρόνθος», αποτελεί ένα από τα πιο κρίσιμα και αμφιλεγόμενα κεφάλαια στην ιστορία της Κύπρου κατά τη δεκαετία του 1960. Πραγματοποιήθηκε στις 14-15 Νοεμβρίου 1967, όταν η Εθνική Φρουρά, σε συνεργασία με την Αστυνομία Κύπρου, εξαπέλυσε στρατιωτική επιχείρηση εναντίον των τουρκοκυπριακών θυλάκων στα χωριά Κοφίνου και Άγιος Θεόδωρος της επαρχίας Λάρνακας. Η επιχείρηση αυτή, αν και πέτυχε τον άμεσο στρατιωτικό της σκοπό, πυροδότησε μια σειρά από πολιτικές και στρατηγικές συνέπειες που αποδείχθηκαν καθοριστικές για το μέλλον της Κύπρου, φτάνοντας μέχρι την τουρκική εισβολή του 1974.


Οι διακοινοτικές σχέσεις επιδεινώθηκαν δραματικά μετά τις πολύνεκρες ταραχές του 1963-1964 και οδήγησαν στη δημιουργία τουρκοκυπριακών θυλάκων – περιοχών ελεγχόμενων από την τουρκική τρομοκρατική οργάνωση ΤΜΤ, η οποία υποστηριζόταν από αξιωματικούς του τουρκικού στρατού και τις μυστικές υπηρεσίες της Τουρκίας.


Ένας από αυτούς τους θύλακες ήταν η Κοφίνου, ένα χωριό χτισμένο σε υψόμετρο 150 μέτρων, 40 χιλιόμετρα νότια της Λευκωσίας, στο σταυροδρόμι δύο στρατηγικής σημασίας αυτοκινητοδρόμων: Λευκωσίας-Λεμεσού και Λάρνακας-Λεμεσού. Με πληθυσμό 725 Τουρκοκύπριους (σύμφωνα με την απογραφή του 1960), η Κοφίνου είχε εξελιχθεί σε ισχυρό στρατιωτικό προπύργιο της ΤΜΤ. Οι ένοπλοι Τουρκοκύπριοι, συχνά υπό την καθοδήγηση του τοπικού διοικητή Τσιετίν, παρενοχλούσαν την κυκλοφορία των αυτοκινήτων που πήγαιναν ή έρχονταν προς και από τη Λεμεσό, πολλές φορές τα πολυβολούσαν αφού είχαν εγκαταστήσει και πολυβολεία στα υψώματα, αψηφώντας τις διαμαρτυρίες της Κυπριακής Δημοκρατίας και του ΟΗΕ. Παρόμοια κατάσταση επικρατούσε και στο γειτονικό χωριό Άγιος Θεόδωρος, ένα μεικτό χωριό με 685 Τουρκοκυπρίους και 525 Ελληνοκυπρίους, όπου η τουρκοκυπριακή συνοικία είχε επίσης οχυρωθεί κι εμπόδιζε την κυπριακή αστυνομία να εκτελέσει τα αστυνομικά της καθήκοντα.


Η κυπριακή κυβέρνηση, υπό τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, βρέθηκε αντιμέτωπη με μια διαρκή πρόκληση. Οι δυνάμεις του ΟΗΕ (UNFICYP), που είχαν αναπτυχθεί στο νησί από το 1964, αδυνατούσαν να ελέγξουν αποτελεσματικά την κατάσταση. Από την άνοιξη του 1967, η ένταση κλιμακώθηκε, καθώς οι Τουρκοκύπριοι ενίσχυαν τις οχυρώσεις τους και οι επιθέσεις τους γίνονταν όλο και πιο συχνές. Ο Υπουργός Εσωτερικών και Άμυνας Πολύκαρπος Γιωρκάτζης, πίεζε για στρατιωτική επέμβαση, ενώ ο Αρχιστράτηγος της Εθνικής Φρουράς (ΑΣΔΑΚ), Γεώργιος Γρίβας, αρχικά αντιδρούσε, προβλέποντας τις διπλωματικές επιπτώσεις, όπως την πιθανή απόσυρση της ελληνικής μεραρχίας που βρισκόταν μυστικά στην Κύπρο από το 1964.


Η κατάσταση άλλαξε τον Οκτώβριο του 1967, όταν ο Υπουργός Άμυνας της ελληνικής χούντας, Στρατηγός Γρηγόριος Σπαντιδάκης, επισκέφθηκε την Κύπρο. Υπό την πίεση της χούντας, ο Μακάριος και ο Γρίβας έδωσαν τελικά τη συγκατάθεσή τους για την επιχείρηση. Η «Επιχείρηση Γρόνθος» πήρε το όνομά της από τη στρατηγική της: μια γρήγορη, συντριπτική «γροθιά» κατά των τουρκοκυπριακών θυλάκων. Ο σχεδιασμός περιλάμβανε τη χρήση ισχυρών στρατιωτικών δυνάμεων: μια Μοίρα Καταδρομών, με υποστήριξη από τεθωρακισμένα οχήματα και πυροβολικό. Οι διοικητές εγκαταστάθηκαν προσωρινά στον Αστυνομικό Σταθμό Σκαρίνου, από όπου συντόνιζαν τις κινήσεις.


Στις 14 Νοεμβρίου του 1967, οι δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς και της Αστυνομίας άρχισαν να περικυκλώνουν τα χωριά Κοφίνου και Άγιο Θεόδωρο. Η πρώτη μέρα κύλησε σχετικά ομαλά, με αστυνομικούς και εθνοφρουρούς να πραγματοποιούν περιπολίες υπό την κάλυψη τεθωρακισμένων, έχοντας εντολή να ανταποδώσουν πυρά μόνο αν δεχθούν επίθεση. Ο ίδιος ο Γρίβας επισκέφθηκε την τουρκοκυπριακή συνοικία του Αγίου Θεοδώρου και συνομίλησε με τους κατοίκους, σε μια προσπάθεια να κατευνάσει τις εντάσεις.


Η κατάσταση κλιμακώθηκε το μεσημέρι της 15ης Νοεμβρίου, όταν σε μια παρόμοια περίπολο οι δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς δέχθηκαν πυρά από Τουρκοκυπρίους που είχαν οχυρωθεί στα γύρω υψώματα. Η απάντηση ήταν άμεση: οι Καταδρομείς της 32ης Μοίρας, ενισχυμένοι από τον 11ο Λόχο Κρούσεως της 31ης Μοίρας Καταδρομών, ανέλαβαν δράση. Καθάρισαν τα υψώματα και στη συνέχεια προχώρησαν σε εκκαθαρίσεις εντός της Κοφίνου. Κατά την επιχείρηση συνελήφθη ο Τούρκος Υπολοχαγός, διοικητής των Τουρκοκυπρίων στην περιοχή, ενώ κατασχέθηκαν πολυβόλα, τηλεφωνικός πίνακας, κυνηγετικά όπλα και πυρομαχικά.


Οι απώλειες ήταν περιορισμένες για την Εθνική Φρουρά: ο Λοχίας Ευμένιος Παναγιώτου Μαρκαντώνης ήταν ο μοναδικός νεκρός, χτυπημένος σε ύψωμα δυτικά της Κοφίνου, ενώ υπήρξαν δύο τραυματίες. Από την τουρκοκυπριακή πλευρά οι απώλειες ήταν βαρύτερες: 24 νεκροί και 9 τραυματίες. Παρά την τακτική επιτυχία, η επιχείρηση δεν έμεινε χωρίς αντίποινα. Η Τουρκική Πολεμική Αεροπορία απειλούσε με βομβαρδισμούς στην Κύπρο, ενώ το Τουρκικό Πολεμικό Ναυτικό εισήλθε στα χωρικά ύδατα της Κυπριακής Δημοκρατίας, κλιμακώνοντας την ένταση.


Παρά το ότι η «Επιχείρηση Γρόνθος» πέτυχε τον στρατιωτικό της σκοπό, την αποκατάσταση της κυκλοφορίας στους δρόμους και την εξουδετέρωση των τουρκοκυπριακών οχυρώσεων, οι πολιτικές και στρατηγικές συνέπειες υπήρξαν καταστροφικές. Η Τουρκία χαρακτήρισε τα γεγονότα «στυγερή πρόκληση» και απείλησε με εισβολή στην Κύπρο και πόλεμο κατά της Ελλάδας. Η κρίση κλιμακώθηκε σε διεθνές επίπεδο, με τις ΗΠΑ, τη Βρετανία και τον Καναδά να επεμβαίνουν για να προστατεύσουν τη συνοχή της Νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ και να αποτρέψουν μια ενδεχόμενη σύρραξη μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.


Ο Αμερικανός υφυπουργός Άμυνας, Σάιρους Βανς, ανέλαβε τότε διαμεσολαβητικό ρόλο, πιέζοντας την ελληνική χούντα να υποχωρήσει. Οι Τούρκοι απαιτούσαν 1. Να αποχωρήσει η ελληνική μεραρχία από την Κύπρο, 2. Να ανακληθεί ο Γρίβας στην Αθήνα και 3. Να διαλυθεί η Εθνική Φρουρά. Το αποτέλεσμα ήταν οδυνηρό: η Ελληνική Μεραρχία, που είχε σταλεί μυστικά στην Κύπρο από τον Γεώργιο Παπανδρέου το 1964, αποσύρθηκε, μαζί με τον Γρίβα, αφήνοντας το νησί εκτεθειμένο. Ωστόσο ο Μακάριος αντέδρασε έντονα και πέτυχε να μην διαλυθεί η Εθνική Φρουρά.

Η απόσυρση της μεραρχίας αποδείχθηκε μοιραία, καθώς αποδυνάμωσε την άμυνα της Κύπρου ενόψει της τουρκικής εισβολής του 1974.


Παράλληλα, οι Τουρκοκύπριοι εκμεταλλεύτηκαν την κρίση για να ενισχύσουν τη θέση τους. Το 1967 ανακήρυξαν την «Προσωρινή Τουρκική Διοίκηση», μετατρέποντας την κοινότητά τους σε οργανωμένη πολιτική οντότητα. Μετά την εισβολή του 1974, οι Τουρκοκύπριοι κάτοικοι της Κοφίνου και του Αγίου Θεοδώρου μετακινήθηκαν στα κατεχόμενα, και σήμερα τα δύο χωριά κατοικούνται αποκλειστικά από Ελληνοκυπρίους.


Η Μάχη της Κοφίνου υπήρξε μια στρατιωτική επιτυχία με βαρύ τίμημα. Αν και η Εθνική Φρουρά πέτυχε να εξουδετερώσει τον τουρκοκυπριακό θύλακα, οι διπλωματικές και στρατηγικές συνέπειες αποδείχθηκαν καταστροφικές. Η απόσυρση της Ελληνικής Μεραρχίας και η αποδυνάμωση της Κύπρου άνοιξαν τον δρόμο για την εισβολή του 1974, ενώ η κρίση του 1967 έστρεψε την παγκόσμια κοινή γνώμη κατά των ελληνοκυπριακών θέσεων. Η «Επιχείρηση Γρόνθος» παραμένει ένα διδακτικό παράδειγμα για το πώς οι βραχυπρόθεσμες νίκες μπορούν να οδηγήσουν σε μακροπρόθεσμες ήττες, όταν η στρατηγική και η διπλωματία δεν συνυπάρχουν αρμονικά.


Πρόσφατες  Αναρτήσεις

negrescoblog logo, αρχική
bottom of page